κρινάκι

формы словаβ
κρινάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κρινάκι? —


θροφήολόθενανδραγάθημαμουνόψειραταπίφωτίζωδίδακτρααλευρούαμαστίαενάμιλλοςμπεράτηςφοράωθραύσηεξωθερμικόςηπατίτιδαεντήμωμαμεσημβρινοανατολικόςανοργασμικόςεβδομήνταασυνόψιστοςζατρικιστης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit