|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κρινάκι? — — θροφή — ολόθεν — ανδραγάθημα — μουνόψειρα — ταπί — φωτίζω — δίδακτρα — αλευρού — αμαστία — ενάμιλλος — μπεράτης — φοράω — θραύση — εξωθερμικός — ηπατίτιδα — εντήμωμα — μεσημβρινοανατολικός — ανοργασμικός — εβδομήντα — ασυνόψιστος — ζατρικιστης |
|||