Новогреческий словарь
μονιμοποιούμαι
μονιμοποιούμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονιμοποιούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πολλαπλασιαστής
—
αποξηραίνω
—
χρηματοπιστωτικός
—
ασπροσίτι
—
σημαιοφόρος
—
σχεδίαση
—
χρυσόμυγα
—
μαντάρα
—
αναγκαίο
—
Γλυφάδα
—
ψύχραιμος
—
κουρβουλιάζω
—
δίτοννος
—
πεντηκοστιανοί
—
σουρεαλίστρια
—
γυαλοκόπημα
—
εκτελωνισμός
—
φουμιά
—
γρικω
—
λαμαρίνα
—
τρείς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве