|
το сандалета; сандалия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сандалета? — σάνδαλον как на (ново)греческом будет слово сандалия? — σάνδαλον как с (ново)греческого переводится слово σάνδαλον? — сандалета, сандалия — θηλειάζω — τοπικιστής — πανοσιότητα — ανθοκομώ — ψήλος — σμυριδεργάτης — χίμετλον — Γενάρης — χαϊδιάρης — αμερικάνικος — περίγειος — ρεπούμπλικα — ημιαποικία — εκτροχίαση — δόγα — βαθύρριζος — αντιπληθωριστικός — κόρδα — τριτάρικος — ληστοσυμμορία — γρίφος |
|||