|
η причаливание, пришвартовывание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причаливание? — όρμιση как на (ново)греческом будет слово пришвартовывание? — όρμιση как с (ново)греческого переводится слово όρμιση? — причаливание, пришвартовывание — μηχανορράφος — γαυρίζω — μεταλλοξείδιο — επενδυτικός — σπονδείος — κουνιάδα — λιθόχτιστος — σμυριδόχαρτο — συστηματοποίηση — μπερδεμός — βλάφτω — σχεδίαση — επτάγωνο — ξεχωριστά — εξορκίζω — νηοπομπή — βρισκούμαι — πανελλήνιος — ξυλοσκίστης — εύχομαι — κεφαλαιοκράτισσα |
|||