|
η парашютистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парашютистка? — αλεξιπτωτίστρια как с (ново)греческого переводится слово αλεξιπτωτίστρια? — парашютистка — χαρακώνω — νιφτήρας — στρεμμοτικός — στροφός — κοιμιστικός — θεατρίνα — ικανοποιούμαι — αδήριτα — μελισσοκομική — αυταπαρνησία — προπαίδεια — πρωτοσύγκελλος — αμμοδόχος — ταρτουφισμός — σύναπαντάω — τσίτσα — διάναξη — βδελυγμία — αποτεφρώνω — καθορίζομαι — απόσβεση |
|||