|
мед. вяжущий, закрепляющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вяжущий? — στυφτικός как на (ново)греческом будет слово закрепляющий? — στυφτικός как с (ново)греческого переводится слово στυφτικός? — вяжущий, закрепляющий — αξίνη — μονόκαρπος — εξαπολνώ — ανόρυξη — νεοελληνιστί — φτυάρισμα — ευγονισμός — εκπυρηνίζω — γαλακτοπώλης — μπογιαντισμένος — νεφρό — σιώπηση — σπαλέττα — ουδός — γελαδίσιος — κατακερματίζω — κασίδα — βενζινάδικο — εμπορεύομαι — βούργια — ανελαστικός |
|||