|
:??? εν ~ λόγω — одним словом #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενί? — — ισπανιστί — μάντεμα — σήραγγα — υπερβορειοανατολικός — τυχαία — πεταλούδα — κιρκάετος — εξατομίκευση — ασεμνογράφος — άπαθος — επιφαινόμενο — απιδίτης — Λεττονή — ανειλικρινής — τσιλιβήθρα — κουμπουριά — ελκυσμός — μπολιασμένος — ακομπανιάτορος — πασπάλι — ευγονική |
|||