|
η воспитание; άνθρωπος χωρίς ~ — невоспитанный человек; τυγχάνω επιμεμελημένης ~ης — получить хорошее воспитание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воспитание? — αναθροφή как с (ново)греческого переводится слово αναθροφή? — воспитание — ξιφίας — μαγκιώρος — λεοντάρι — ανέμισμός — λεπροκομείο — τρικαντό — ατάραγος — χαλκώδες — στιμμίζω — σπειρώμαι — μεταβάλλω — παντοκράτορας — τέκνο — μονομαχία — πώμα — εξίσωση — σωρίτης — βελόνα — Βερολινέζα — γουρουνάκι — γυμνάζομαι |
|||