ασκίαυλ|ος

формы словаβ
ασκίαυλ|ος
ο волынка (муз. инструмент)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово волынка? — ασκίαυλος
как с (ново)греческого переводится слово ασκίαυλος? — волынка


ωτοπλασίαεννοούμαιαναξήρονσηπεριοδείατεχνοκράτηςεκρίθηαντιδογματίζωκτηματολογικόςωτοσκλήρωσηεφτάδυμοςφλογικόςαναχρέμπτομαιενδιάθετοςεπισήμανσιςγένεσηεισηνέχθηνπαλαιολιθικόςδυσλεκτικόςαγωνοθετώκουσκουσούραπάρδαλης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit