|
(-εως) η моментальная съёмка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моментальная съёмка? — στιγμιογράφηση как с (ново)греческого переводится слово στιγμιογράφηση? — моментальная съёмка — δασμολογώ — ζυγόθυρο — δρυμώδης — εξοπλισμός — εντροπή — ευκολόβραστος — θάφτης — σαφήνεια — υδροπρίων — λιμάρικος — αφεντοχωριάτισσα — αρβανίτικα — μόρτισσα — λουσαρίζω — βαρυγγωμίζω — σίτος — υπαινίσσομαι — αξιομίσητος — αιθάλη — τηλεφωνείο — τετελεσμένος |
|||