Новогреческий словарь
ουρανίσκος
ουρανίσκ|ος
ο анат.
нёбо
;
===
ζήτημα ~ου — дело вкуса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нёбо
? —
ουρανίσκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ουρανίσκος
? — нёбо
#
(ново)греческий словарь
—
προτρέχω
—
βουκολικός
—
ισοκλινής
—
ψυχοδυναμικός
—
τσιατάλι
—
ένδοσις
—
βιολέτα
—
αφάτνωτος
—
φρεσκαδούρα
—
σμπάρος
—
νεφρίτης
—
χλωροφορμικός
—
αερομοντέλο
—
αποσιτώ
—
χρονιάρικος
—
επιτιμήτρια
—
τεζαριστά
—
αμπαρωμένος
—
αυτοσχέδιος
—
επιμηκύνω
—
δεμοσιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве