|
ο анат. нёбо; === ζήτημα ~ου — дело вкуса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нёбо? — ουρανίσκος как с (ново)греческого переводится слово ουρανίσκος? — нёбо — επαλήθευση — κρεόζωτον — ανομισθώνω — επιθεωρησιακός — επαναδραστηριοποιημένος — αμέσως — βελλαδόνα — απογαλακτισμός — μισέλληνας — αφρόλουτρο — άφτερος — ογκωνούμαι — καρρέ — πεταμένος — διαγινώσκω — πόντιση — ανάκουστος — ξυλομπογιά — ξέβγασμα — ημερολογιακός — γλανός |
|||