|
наступать, наставать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наступать? — εφιστώμαι как на (ново)греческом будет слово наставать? — εφιστώμαι как с (ново)греческого переводится слово εφιστώμαι? — наступать, наставать — ανθρωποσωστικός — ακρογωνιαίος — φέρσιμο — μπακιρένιος — αλυσόκλειστος — ταπεινός — ισοφαρίζομαι — ωφέλημα — παιδικάτα — καρέλι — ανάκακος — πυροστιά — οφιόδηκτος — πινάκα — αχλάδα — βύθιση — δυτικά — ελάτινος — ερεισματικός — παραπλανητικός — μετακίνηση |
|||