|
ο узел, тюк, свёрток; ο ~ μέ τά πράγματα — узел с вещами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узел? — μπόγος как на (ново)греческом будет слово тюк? — μπόγος как на (ново)греческом будет слово свёрток? — μπόγος как с (ново)греческого переводится слово μπόγος? — узел, тюк, свёрток — αμαρτύρητος — αντιαισθητικά — απομεινάρης — κρυσταλλοδίοδος — λιμενεργάτης — γελόκλαμα — συναγώγιον — πολύηχος — χαλκοκορώνη — εξάτμιση — βώχα — εικοσαράκι — δωδεκαπλάσιος — αξιόπρεπος — κορδέλλα — αντάξια — δώ — επιδομή — οχλώ — συμπυροβόληση — αμνησικακώ |
|||