|
η мода; τής ~ς — модный; είναι τής ~ς — [phrase]это сейчас в моде[/phrase]; πέρασε η ~ του — [phrase]это уже вышло из моды[/phrase]; παρακολουθώ τή ~ — следить за модой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мода? — μόδα как с (ново)греческого переводится слово μόδα? — мода — ξεκουτιάρα — λούρα — πετυχημένα — τηρητής — αποπληξία — διπλαρώνω — ουρανόπεμπτος — ραχάτι — ισχιαλγώ — ντεμπραγιάζ — γωνιά — ένταση — ωμόλινον — υπερπέραν — δεσιά — εκπορθώ — νέος — χριστιανοσύνη — ενδελέχεια — χοντρόμαλλο — άβραστος |
|||