|
η муз. оркестровка, инструментовка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оркестровка? — ενοργάνωση как на (ново)греческом будет слово инструментовка? — ενοργάνωση как с (ново)греческого переводится слово ενοργάνωση? — оркестровка, инструментовка — αξετίμητος — αντιαεροπλοϊκός — αλεπουδιά — μεταλλογράφος — αμάλαγος — ζυμώτρα — αβλαστήμητος — γεννητικότητα — καταδικαστέος — αγάλι — τυχοδιωκτικός — χρονομετρικά — κοφίνα — βιβλιόψειρα — OTE — άλωση — πολυβόλο — μισερεύω — κλειδοποιός — υπερβολή — εχθρικότητα |
|||