|
ο винодел; винокур #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово винодел? — οινοποιός как на (ново)греческом будет слово винокур? — οινοποιός как с (ново)греческого переводится слово οινοποιός? — винодел, винокур — ωχρότητα — βρώμη — άδαμαντοπωλειο — πλειοψηφία — ονόκομβος — πετροκόπος — θεσσαλιώτικος — νικοτίνη — ασύρματος — βολιστήρας — αλεπουδένιος — ψωμοφάγος — σταμνάδικο — ατρύπητος — αγλάισμα — βουδδικός — σπονδυλικός — εύκλεια — αδάκρυτα — αντλώ — ωραιοπαθής |
|||