|
η удлинение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удлинение? — επιμήκυνση как с (ново)греческого переводится слово επιμήκυνση? — удлинение — υπεροψία — μεταπολεμικός — ετοιμόγεννος — συναπάντημα — υπερετώ — πάρθιος — ραφτικά — αραδιαστά — νεώτερο — καθαρό — φθειρίαση — απογωνιάζω — κοριτσίστικος — μεταλλόκραμα — λαίμαργα — ανατινάζομαι — απόπληκτος — καταλύτης — βουτυράπιδο — περιβολήσιος — έγια! |
|||