|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θερίζομαι? — — βρώμισμα — πολύγαμος — δώνω — άκλαυτος — οκτάκις — μπατσικό — ευήνιος — κίνημα — γαλουχία — μελανοχίτων — ορυκτέλαιο — έκσταση — ωτοκόπωση — αστρόμετρο — μπερμπαντεύω — γύψωμα — σαλιγκάρι — παρατηρώ — αλχημίστρια — σκατόπουστας — υφύγρωση |
|||