Новогреческий словарь
εμοί
εμοί
δοτ. от εγώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμοί
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ισχυρογνωμοσύνη
—
προσβάσιμος
—
τεχνοκρίτης
—
διοχετεύσνμος
—
ανθρακοπώλης
—
φλόγωμα
—
αμπερομετρικός
—
μεσοπέλαγα
—
ανθοκλάδι
—
ιθύνων
—
χοιρόδερμα
—
χοχολιέμαι
—
μονοατομικός
—
μισθουλάκος
—
εκφοβώ
—
έγκρυπτος
—
μάλιστα
—
δίπορτο
—
πεδικλώνω
—
αφαίμαξη
—
γκάϊδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω