|
δοτ. от εγώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμοί? — — ακροσυνάπτω — ανάγκαση — ενυδρίς — μεταξοσκωληκοτροφία — γραιγολεβάντες — ολοκληρωτικός — πλημμύρισμα — υβριδικός — παροιμιακός — αεροβάτης — ακολασία — τρομοκρατία — Έσπερος — ανιδιοτέλεια — πολυβολών — βραχυκύκλωσις — εμμέτρωψ — γαμπάρα — απαρνητής — διαβολόπουλο — κερατοειδής |
|||