|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κρεατόβεργα? — — αγωγός — κούτσαβος — ανατεθειμένος — συντελεύω — αλευρέμπορας — συγκαταλέγω — συγκλίνον — αψαλιδιστός — συμφραζόμενα — πλαγκτονικός — νιονιό — προκατακλυσμιαίος — ξεμυάλισμα — συλλαβόγριφος — σαλαγητό — όζον — περικαψύλιο — λιγνεύω — ρόδαξ — τετραήμερος — παρηγορήτρα |
|||