Новогреческий словарь
ιουράσιος
ιουράσι|ος
геол.
юрский
;
~ περίοδος — юрский период
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
юрский
? —
ιουράσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιουράσιος
? — юрский
#
(ново)греческий словарь
—
φύτευση
—
γινατσής
—
απροφύλακτος
—
ηλιθιότητα
—
απαύγασμα
—
αποξηραντικός
—
σλαυόφωνος
—
παραλαβαίνω
—
ενδοκρινικός
—
υποδουλώνω
—
Σλαύα
—
τυριέρα
—
συνάντημα
—
χαχανίζω
—
κωλότριχα
—
ψυχολογικός
—
υπερθεματίστρια
—
κλεπταποδόχος
—
ζώο
—
—
συγκατηγορούμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,