|
η 1) мед. гастрология; 2) гастрономия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гастрология? — γαστρολογία как на (ново)греческом будет слово гастрономия? — γαστρολογία как с (ново)греческого переводится слово γαστρολογία? — гастрология, гастрономия — σπληνεκτομίο — επίσχεση — ολιγάνθρωπος — προ — μητρώος — κλισίμετρο — αντρειώνω — εωσφόρος — μεταφύτευση — καταφυγή — χηνοτρόφος — διαζωννύω — απόφοιτος — ανθρακεύς — φρόνιμα — λικεράκι — κράτος — δικαιοπραγώ — συναρμολόγηση — γαιανθρακοφορτίον — απρόσκλητος |
|||