|
η лексикография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лексикография? — λεξικογραφία как с (ново)греческого переводится слово λεξικογραφία? — лексикография — εζεύχθην — αραξοβολώ — γαληνά — ακανθυλλίδα — μαλακοκαύλης — εξεικονισμός — αμυγδαλίτιδα — εκπλέκω — μεσαύλιο — καπνίστρια — επισανίδωμα — τακτοποίηση — λυσσομανία — μαξιλλάρα — ξυλόσοφος — μάσκαρα — γλυκολαλιά — Ιρλανδέζα — αποστερητικός — σχεδιοποίηση — παραβάλλομαι |
|||