νιχιλιστικός

формы словаβ
νιχιλιστικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово νιχιλιστικός? —


αναρτήραςμικρόσχημοςραφιδογράφοςκατάλοιποάλφαπλεύσιμοςφιλειρηνικόςπροικοθηρώδυσπερίγραφοςΚύκλωψσαλαγήαμερικανόδουλοςδιαστρέβλωσηάφοβοςδευτέρωσηανόργητοςάσμιχτοςξεροψήνομαιφθείρομαιγόητρογονιμότητα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit