|
η меньшинство; μικρή ~ — незначительное меньшинство; εθνική ~ — национальное меньшинство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меньшинство? — μειονότητα как с (ново)греческого переводится слово μειονότητα? — меньшинство — κατευθείαν — αρχίτερα — γλεντοκοπω — ζυγίζω — παιδοκομία — παλιώνω — ελαιόδενδρο — στερεογραφία — ασφαλίζομαι — διατετιμημένος — φυρονεριά — εκμυζητικός — δρόσος — πνθυμώ — αλεπού — γλαρόσουπα — καθημαγμένο — ξηρόφλοιος — φυλλάριο — νωρίτερα — αναφυλαξία |
|||