Новогреческий словарь
μειονότητα
μειονότητα
η
меньшинство
;
μικρή ~ — незначительное меньшинство
;
εθνική ~ — национальное меньшинство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
меньшинство
? —
μειονότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μειονότητα
? — меньшинство
#
(ново)греческий словарь
—
βύζαμα
—
σφάκτης
—
ιστιοφόρος
—
τεχαδνογνωσία
—
θεοπάλαβος
—
αρεστός
—
σκαλιέρα
—
τσιότρα
—
βότκα
—
προτείχισμα
—
αδιακόσμητος
—
πάλεμα
—
δακρύω
—
κουρείο
—
μέλαν
—
αίγαγρος
—
αποτίναγμα
—
χτικιάζω
—
τυποποιώ
—
δοντιά
—
διέκπλους
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве