|
воздержавшийся; οι ~όντες της ψηφοφορίας — воздержавшиеся от голосования #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воздержавшийся? — αποσχών как с (ново)греческого переводится слово αποσχών? — воздержавшийся — ακινητοποίητος — τρήμα — όμοια — πεφυσιωμένος — παράσιτο — ολίγωρος — εξασθενωτικός — μάργαρος — αποσκλήρυνση — παραστράτισμα — μισονεϊστής — προσωπογράφος — προσηλυτισμός — γούπα — διευκόλυνση — μπλε-μαρέν — τσερότο — ανθρακαποθήκη — πολυθεϊστής — περίεργος — λούσσο |
|||