Новогреческий словарь
αποσχών
αποσχών
воздержавшийся
;
οι ~όντες της ψηφοφορίας — воздержавшиеся от голосования
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воздержавшийся
? —
αποσχών
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποσχών
? — воздержавшийся
#
(ново)греческий словарь
—
ξεμπράτσωτος
—
αριστοβάθμιος
—
οία
—
χαιρέτημα
—
επιτιμήτρια
—
παμπάλαιος
—
εμύς
—
άγνεστος
—
αρώτηγος
—
αποδυναμώνομαι
—
επταμηνίτικος
—
παραπληξία
—
χοχολιέμαι
—
ποταμόσκυλο
—
διοιρισμένος
—
ξεκάλτσωτος
—
δημογέροντας
—
επουσιώδης
—
απροφύλαχτος
—
εκών
—
ερωτισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве