Новогреческий словарь
εκών
εκών
ούσα, όν
добровольный
;
εκών άκων — волей-неволей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
добровольный
? —
εκών
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκών
? — добровольный
#
(ново)греческий словарь
—
μόρα
—
κατηφεδένιος
—
ποινικοποιούμαι
—
ατζέμ-πιλάφι
—
τζάζ-μπάντ
—
ξεγνοιάζομαι
—
αφιλολόγητος
—
κωλαράς
—
μαρτιάτικα
—
σκαλτσούνι
—
σκληρομετρία
—
ανατεθείς
—
αμφιβολίτης
—
λευίτης
—
αποφθειρίαση
—
κακοπαντρειά
—
αγουροφέρνω
—
γαλέττα
—
τυμπανοκρουσία
—
υαλοβάμβαξ
—
φανίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве