|
негниющий, непортящийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово негниющий? — ασηπτος как на (ново)греческом будет слово непортящийся? — ασηπτος как с (ново)греческого переводится слово ασηπτος? — негниющий, непортящийся — φτυάρι — ουρολογία — επινεύω — στιγμόμετρο — λαχειοφόρος — κυμβαλιστής — ταχυγραφία — κελεύω — ενδομορφισμός — κατάψυξη — πλαγκτολογία — ζυγιστής — τουρτουρίζω — παρέλαση — διχαστικός — τυφλότητα — διοριστός — αγγειογραφική — νοικάρης — προαιρούμαι — ναρκαλιευτικόν |
|||