Новогреческий словарь
κατασκευαστός
κατασκευαστός
1)
искусственный
;
2)
сфабрикованный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
искусственный
? —
κατασκευαστός
как на
(ново)греческом
будет слово
сфабрикованный
? —
κατασκευαστός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατασκευαστός
? — искусственный, сфабрикованный
#
(ново)греческий словарь
—
κατάβραδα
—
νοικοκυρεύομαι
—
θερμοκήπιο
—
συνεργείο
—
πολυθεϊσμός
—
διακίνηση
—
μπανιστήρι
—
απατώ
—
χρησιμοκρατία
—
χυμευτικός
—
ακροζυγιάζομαι
—
τσιρλίζομαι
—
καθημέραν
—
αποτυχαίνω
—
κανναβούρι
—
κουκιά
—
δολομίτης
—
ξεστηθώνομαι
—
μαργώνω
—
καρπιαίος
—
καθημαγμένο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω