|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κεφαλάκι? — — άμπακας — γέρασμα — λαφυραγωγημένος — βιομηχανοποίηση — χειράφετος — αβρά — καστανός — σύνοφρυς — ενταφιασμός — ρυμοτομικός — σύναπάντημα — ταλαιπωρούμαι — βιβλιοθήρας — σταλιά — ουροδοχείο — πάγκος — υδρομετρικός — επιγραμματογράφος — ιεροσυλία — ξαιάζω — κουμκάν |
|||