|
железо; μεταλλεύματα ~ήρου — железная руда; === διά πυρός καί ~ήρου — огнём и мечом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово железо? — σίδηρος как с (ново)греческого переводится слово σίδηρος? — железо — παραμεσημβρινός — υδροπότις — αλτήρας — περιπόδιον — ενδοσκοπία — αυτοκριτικός — ουσιώδης — ζύγι — αγωγός — ονομαστός — μουγγρίζω — ομοιόχρωμος — οινοπνευματοποιείο — ύπερος — σφαληχτός — παραλίγο — κακοβαλμένος — εμνήσθην — φυλλομετρητής ιστοσελίδων — ρήμα — περιτυλίσσω |
|||