σίδηρ|ος

формы словаβ
σίδηρ|ος
железо;
          μεταλλεύματα ~ήρου — железная руда;

===
          διά πυρός καί ~ήρου — огнём и мечом



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово железо? — σίδηρος
как с (ново)греческого переводится слово σίδηρος? — железо


παραμεσημβρινόςυδροπότιςαλτήραςπεριπόδιονενδοσκοπίααυτοκριτικόςουσιώδηςζύγιαγωγόςονομαστόςμουγγρίζωομοιόχρωμοςοινοπνευματοποιείούπεροςσφαληχτόςπαραλίγοκακοβαλμένοςεμνήσθηνφυλλομετρητής ιστοσελίδωνρήμαπεριτυλίσσω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit