|
η коренной зуб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коренной зуб? — δοντοκάρα как с (ново)греческого переводится слово δοντοκάρα? — коренной зуб — υδροστατικός — γεννητικός — αντιπροσκαλώ — ανεμίτης — χρεώλυτρον — αυτοεξυπηρετούμαι — οκνιά — γλωσσοφαγιά — παπαγαλίστικα — συντονιστικός — ορολογικός — αναλαμπίδα — ιερεμιάδα — διαντίδραση — εκδοτικός — πρωτοβουλιακός — μαστροπός — πρόλογος — ριζικό — θεριακλής — εξαγωγέας |
|||