|
η 1) капюшон; башлык; 2) верх (экипажа) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капюшон? — κατσιούλα как на (ново)греческом будет слово башлык? — κατσιούλα как на (ново)греческом будет слово верх? — κατσιούλα как с (ново)греческого переводится слово κατσιούλα? — капюшон, башлык, верх — χλωρός — αμετροεπής — δεκοχτώ — αναξιότητα — περιστήθιο — ορθοτομία — φώλιασμα — μοντεράτο — μαυρολογώ — πέραν — παλιάλογο — παραστέγοσμα — φιλολογία — φρουτοθεραπεία — ξορκισμένος — φλογοβόλο — έρεισμα — κουφέτο — αριστερός — επιπολάζω — προαγωγή |
|||