|
рассматривать, анализировать; ~ τό πολιτικό ζήτημα ~ περί τού πολιτικού ζητήματος — рассматривать политический вопрос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассматривать? — πραγματεύομαι как на (ново)греческом будет слово анализировать? — πραγματεύομαι как с (ново)греческого переводится слово πραγματεύομαι? — рассматривать, анализировать — κοτέμπορος — χωριατοπούλα — αδικοθανατισμένος — χαμούλκός — ηλιοχαρής — αποκαμωμένος — λυσσάω — τοπικισμός — εκσκαφέας — κήρυξη — απολίτιστα — πεπονόφλουδα — άψογος — ορυζάλευρο — φεγγαρίσιος — παράπηγμα — συγχορεύτρια — διχασμός — ιθύνοντες — χρυσαφικό — ακταίος |
|||