|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κυπραίικος? — — κατουρώ — εγκεφαλίτιδα — επανειλημμένος — κηφήνας — όμβρος — αυτογαμία — παμβαλκανικός — αμφίβολος — ερινιάζω — απλάνιστος — απιθώνομαι — εύχρωμος — σησάμι — μύτιλος — στενογραφικός — εξωμερίτικος — καρμίρικος — θρυμμάτισμα — ωριμάζω — μορτή — ελαφρόπιστος |
|||