|
1. мирить; 2. мириться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мирить? — αγαπίζω как на (ново)греческом будет слово мириться? — αγαπίζω как с (ново)греческого переводится слово αγαπίζω? — мирить, мириться — Μάης — πυελονεφρίτιδα — ανάφαλο — σπιθοβολιά — ενεχυροδανειστής — γλυκοχαιρέτισμα — καμίνιαρης — θέαση — ακούμπωτα — επιβάλλομαι — ανασκουμποχέρης — καλλιστείο — δημητριακός — ηλιόφιλος — κεντώ — πλόϊμος — κοντυλένιος — ντιστενγκέ — τρελούτσικος — ατσιγγάνικος — γαϊτανοφρυδάτος |
|||