|
(-άδος) ο кочевник; οι ~δες — кочевые племена; ζω σάν ~ — кочевать, вести кочевой образ жизни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кочевник? — νομάς как с (ново)греческого переводится слово νομάς? — кочевник — συνηγορία — δρεπανοκυτταρικός — άριεμα — συμπυκνωτικός — ιταμός — αργοξύπνητος — αυταπάτη — ηωσινόφιλος — ποιμνιοστάσιο — αχαμνάδα — αμινοβενζόλιο — μοτίβο — αναφώνηση — πρωτοτυπικός — αχανής — έκτρωμα — προπαιδειό — μερισματόγραφο — περικνήμιον — ξαπλωτά — καταδικαστέος |
|||