Новогреческий словарь
αποκατιανός
αποκατιανός
1)
нижний
;
2)
низший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нижний
? —
αποκατιανός
как на
(ново)греческом
будет слово
низший
? —
αποκατιανός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκατιανός
? — нижний, низший
#
(ново)греческий словарь
—
αντικαταστατός
—
υπερθετικά
—
ομοτράπεζος
—
αχάραχτος
—
φετίχ
—
βαρελήσιος
—
γυναικολογία
—
μεγαλοπρέπεια
—
μαντηλίδα
—
εφυάλωση
—
λεονταρισμός
—
κεντητική
—
καλιμπράρισμα
—
χρονοτριβώ
—
ασύγχυτος
—
υμνογραφία
—
τσαγιέρα
—
τηλεφωνώ
—
ζαίνω
—
μαντήλι
—
δεσποτικώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве