|
η стрекало; бодец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стрекало? — βουκέντρα как на (ново)греческом будет слово бодец? — βουκέντρα как с (ново)греческого переводится слово βουκέντρα? — стрекало, бодец — βόμβα — αργαλειό — ασυνθηκολόγητος — ανθυπορύσσω — λεπτόρρευστος — χαλκοπωλείο — τήραγμα — αφράτος — δεσμευτικός — γατσιόμαλλα — ασωπασιά — γαυρομανώ — ανακαμπτικός — ανακίνημα — ανοργάνιστος — βουλωμένος — μπομπαρδίζω — ασαράντιγος — λειψάρης — ακτινικός — αντομνύω |
|||