|
хитрить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хитрить? — αλωπεκίζω как с (ново)греческого переводится слово αλωπεκίζω? — хитрить — λάμια — αγροκήπιο — αποχείμωνα — μισάνθρωπος — εργοτίνη — γαριάζω — αιτιατό — εμένα — πολυσύλλαβος — σκέλος — άρτηκας — ανατριχίλα — μπατάλικος — λιόλουστος — απιθανότητα — ιστός — τεκμαίρομαι — ποινικότης — δενδρόλιθος — τραυματίζομαι — σβεστήρας |
|||