Новогреческий словарь
πανικοβάλλομαι
πανικοβάλλομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πανικοβάλλομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αχρεωστήτως
—
ανιμαλισμός
—
σιδηροβιομήχανος
—
αντιποιητικός
—
γλήνη
—
πωρί
—
υπεροξείδιο
—
σπουδαχτικός
—
ομοιόπτωτος
—
ασκόνταφτος
—
δενδρώδης
—
εμπειρισμός
—
παρανυστάζω
—
βαφτίζω
—
παρέκκλιση
—
αλανιάζω
—
ενσχοίνισις
—
πάψη
—
εκποιημένος
—
μισοσαράκοστο
—
φαρμακοθήκη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве