|
эклиптический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эклиптический? — εκλειπτικός как с (ново)греческого переводится слово εκλειπτικός? — эклиптический — πεντηκονταετής — κακοθάνατος — δορά — συνθλίβω — παριστώ — μεζεκλίδικος — εξεταστέος — γουάς — καλησπέρα — χύτης — ευαγγελικός — απάνθρωπα — ταχύνοια — ροκανίζω — γυρίστρα — ιχνηλατώ — γραμμώνω — αδάγκαστος — εβδομήντα — αγανάχτηση — επιγραφίδα |
|||