|
το мул #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мул? — γαϊδουρομούλαρο как с (ново)греческого переводится слово γαϊδουρομούλαρο? — мул — διάτονος — κεραμιδοκόμματο — χρονολογώ — διαρρηκτικός — προστιμάρισμα — βρεφοκομείο — παράβλαστος — συναλλαγματοβόρος — κτυποκάρδι — αιγυπτιολόγος — συρματοποίησις — χορωδία — διαμφισβητούμενος — απαρεμφατικός — εντεροχορδή — διασταυρώνομαι — πρόχωμα — αντισυνταγματικώς — φιλαράκος — κανονιστικά — ηλεκτρομηχανική |
|||