|
το мул #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мул? — γαϊδουρομούλαρο как с (ново)греческого переводится слово γαϊδουρομούλαρο? — мул — τιτλούχος — αεροστατική — αναργυρία — ζάπι — δανειστής — απαγγιάζω — χιλιάρα — διανοησιαρχία — πλανεύω — παραθαρρεύω — μεταξοΰφαντος — ξαράχνιασμα — πολύδωρος — αποκουμπώνω — κόλαστρον — πρωϊμιές — αποσπερνή — συμπεθεριακός — καβουρδίζω — σκλιμίτσα — νυκτοφύλακας |
|||