|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαντρωμένος? — — αποσαθρώνομαι — σωφρόνισμα — μπρίο — αυξαίνω — μουγγρί — βορβουλιά — αταχτοποίητος — κοινότητα — τοξικοφόρος — μαγεμένος — φλόγιστρο — βαμβούσα — αμετάκλητος — μπούμα — τοίχος — προβατάρης — καπνοσωλήν — δίς — πρόθεμα — ζωοθεϊσμός — νομοτελειακά |
|||