|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαντρωμένος? — — εύκλεια — πεζούλα — μονόκερως — διουρητικός — ακριδοφάγος — εισφορά — γαμβρός — κρεμάμενος — εγκρεμός — γαστρεντερικός — ζυμώτρα — απέταλος — αφάνεια — πιέζομαι — φέσα — ανίκητος — πολιτευόμενος — αηδονολαλήτρα — μονοσύλλαβος — εξωπροίκια — μουλινέ |
|||