|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλευροπόλεμος? — — ματσουλίζω — σεισμόμετρο — βρόντημα — χωρονομία — τυφλώνω — αντιπολιτευτικός — βαλβιδοπλαστική — αερογραφία — απαλλοτριωτικός — χηρευάμενη — αδιαφιλονίκητα — χρυσόμαλλος — πουδρίέρα — άρρατ' αθέματα — αδιάθετος — αναπαραδιάρης — τοματόσουπα — ασβεστόγαλα — πάγωμα — αγιογραφώ — υπνοθεραπευτικός |
|||