|
το мед. ларингоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ларингоскоп? — λαρυγγοσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово λαρυγγοσκόπιο? — ларингоскоп — σιγοντάρισμα — χιλιάκις — άμοιαστος — υλοτομία — μπερεκέτι — δίκοχος — ξύπασμα — αποστράγγιση — κουφωτός — εμπροσθέλλα — τιμάριο — τραπεζομάχαιρο — σύγκερος — Γ — αψόφητος — ελεγειογράφος — στρουθός — αψίς — μπαντανόβουρτσα — απαλλοτριώνω — εκβοτρυωτής |
|||