|
мучиться, терзаться; ~εται υπό φόβου — [phrase]его мучает опасение, он очень боится[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мучиться? — κατατρύχομαι как на (ново)греческом будет слово терзаться? — κατατρύχομαι как с (ново)греческого переводится слово κατατρύχομαι? — мучиться, терзаться — εκτροπή — τρίβομαι — φουσκάλα — πανσπερμία — σφετερίστρια — πιστρόφια — χασοφεγγαριά — πρόπεδον — ευχυμία — λεπτοκάρυο — αναχωρώ — αυγοτέμπερα — αυτοκινητοδρόμιο — κρεούργηση — γκρεμιστός — αλαργεμός — ασυμπτωματικός — οπτοπλινθοδομή — δεδομένος — βαλτονερουλιάζω — δρομέας |
|||