|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово όγδοο? — — Ρωσοπόντιος — αδελφικότης — κόκ — τοπιογράφος — καταλληλότητα — αχθοφορία — μπήκα — αχυροκόπι — ακατανέμητος — βλίτα — ισάζω — καύσιμο — συνδεδεμένος — απεκδύομαι — αβούρλιαστος — φυλλιάζω — φλοίδα — παπαδομάνι — ψιλοχωμάτισμα — διαβλητικός — φθείρω |
|||