Новогреческий словарь
ακριβοκόπος
ακριβοκόπ|ος
ο
скупец; скаред
(прост.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скупец
? —
ακριβοκόπος
как на
(ново)греческом
будет слово
скаред
? —
ακριβοκόπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακριβοκόπος
? — скупец, скаред
#
(ново)греческий словарь
—
ταβάνιος
—
ρικινέλαιον
—
θεοκρασία
—
εικοσάκις
—
ολογράφως
—
τεσσαρακοστός
—
ζήτρα
—
αναξιόχρεος
—
εκπαιδευτήριο
—
αξονοειδής
—
εθελοκωφώ
—
εμπρεσσιονιστής
—
γλείφομαι
—
ανταφαιρώ
—
στυπτικός
—
οππορτουνισμός
—
αφηνιασμός
—
ζηλιαρόγατος
—
εκκλησίασμα
—
αγιοβασιλιάτικος
—
ανάστεμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве