Новогреческий словарь
αγιασμένος
αγιασμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιασμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξεσυνέρισμα
—
λεπτουργία
—
αυτολίπανση
—
νάφθα
—
ερεβίνθινος
—
γαλακτοκομείο
—
θεότρελος
—
έμβιος
—
βολταμπέρ
—
περισσότερο
—
άφθα
—
αρπαχτά
—
σκορπίζομαι
—
ασύρματα
—
καμπανάρης
—
κλείδας
—
αεροναυπηγός
—
θεοκρασία
—
βιταμινικός
—
αντεννοκάταρτο
—
απλοχέρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве